- ελπίδα
- η (AM ἐλπίς)1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» — αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες)2. αυτός στον οποίο στηρίζονται οι ελπίδες κάποιου («το παιδί μου είναι η ελπίδα μου», «οι νέοι, η ελπίς τού έθνους», «ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός...», «Ὀρέστης ἐλπίς δόμων»)3. φρ. α) «παρ' ἐλπίδα» — χωρίς να το περιμένει κανείς, απροσδόκητα, αναπάντεχα8) «φρούδη ελπίς» ή «φρούδες ελπίδες» — μάταιες, αστήριχτες ελπίδεςαρχ.-μσν.1. φόβος, προαίσθημα για κάτι κακόαρχ.η αναμονή, το να περιμένει ή να προβλέπει κάποιος ότι κάτι θα συμβεί2. φρ. α) «ἐλπίδα ἔχω», «ἐν ἐλπίδι εἰμί», «ἐπ' ἐλπίδας καθίσταμαι» — ελπίζωβ) «εἰς ἐλπίδάς τινος ἔρχομαι» — αρχίζωγ) «εἰς ἐλπίδας ὑπάγω τινά», «ἐλπίδα ἐμποιῶ, παρέχω, ὑποτίθεμαι» — παρέχω ελπίδα, κάνω κάποιον να ελπίσει ότιδ) «ἐλπίδα καταλύω, ἀποκόπτω» — εξαφανίζω την ελπίδαε) «κεναί, κενεαί ἐλπίδες» — μάταιες ελπίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. ελπίς < έλπομαι ή, κατ' άλλους, υποχωρητικά < ελπίζω. Η λέξη εκφράζει κυρίως την προσδοκία για κάτι καλό, αλλά στους αρχαίους και μεσαιωνικούς χρόνους δήλωνε επίσης γενικά κάθε είδους προσδοκία (για κάτι επιθυμητό ή και ανεπιθύμητο). Στη νέα Ελληνική η λέξη είναι εύσημη, εκτός ίσως από τη φρ. «παρ' ελπίδα», η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε αναμονή για κάτι κακό].
Dictionary of Greek. 2013.